- παραστράτισμα
- το [παραστρατίζω]παραστράτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραστράτισμα — το βλ. παραστράτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… … Dictionary of Greek
παραστράτημα — παραστράτημα, το και παραστράτισμα, το η έξοδος από το σωστό δρόμο, το ξεστράτισμα, παρεκτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)